- μορόεις
- μορόεις, εσσα, εν: doubtful word, mulberry-colored, dark-hued.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
μορόεις — μορόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος με πολύ κόπο και τέχνη («τρίγληνα μορόεντα», Ομ. Ιλ.) 2. θανατηφόρος, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μορόεις στη φρ. ἕρματα τρίγληνα μορόεντα (Ιλ. Ξ 183 και Οδ. σ. 298) ερμηνεύθηκε ως «σκουλαρίκια … Dictionary of Greek
μορόεις — wrought with much pains masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορόεν — μορόεις wrought with much pains masc voc sg μορόεις wrought with much pains neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορόεντα — μορόεις wrought with much pains neut nom/voc/acc pl μορόεις wrought with much pains masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοροέσσης — μορόεις wrought with much pains fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορόεντι — μορόεις wrought with much pains masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορόεντος — μορόεις wrought with much pains masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορίδιος — α, ο (Α μορίδιος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μορίδιο βιολ. η πρώτη εμβρυϊκή μορφή, που αποτελείται από συμπαγή μάζα εμβρυϊκών κυττάρων τα οποία προέρχονται από την αυλάκωση τού γονιμοποιημένου αβγού αρχ. μορόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρος + κατάλ … Dictionary of Greek